ηλεκτρομαγνήτης

Revision as of 09:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
διάταξη που προορίζεται για την παραγωγή μαγνητικού πεδίου με τη βοήθεια του ηλεκτρικού ρεύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. electromagnet < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-) + magnet (πρβλ. μαγνήτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Δημήτριο Στρούμπο].