ημιέλλην

Revision as of 09:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἡμιέλλην, ὁ (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ Έλληνας, μισοέλληνας («ἡμιέλλην γάρ τις ὤν ἐτύγχανε», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + Έλλην (πρβλ. μισ-έλλην, φιλ-έλλην)].