ἡμεροφαής, -ές (AM)αυτός που λάμπει κατά τη διάρκεια της ημέρας. επίρρ...ἡμεροφαῶς (Μ)στο φως της ημέρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -φαής (< φάος, το, «φως»), πρβλ. αστρο-φαής, λαμπρο-φαής].