ἡμίπυρος, -ον (Α)ο κατά το ήμισυ, ο εν μέρει, ο ατελώς πύρινος («ἡμίπυρος σελήνη», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πυρος (< πυρ), πρβλ. διά-πυρος, ολό-πυρος].