θρομβοφλεβίτιδα

Revision as of 09:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
ιατρ.
φλεγμονή φλέβας σε συνδυασμό με τον σχηματισμό θρόμβου προσκολλημένου στο τοίχωμα της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombophlebitis < thromb- (πρβλ. θρόμβος) + phlebitis (πρβλ. φλεψ, -βός)].