θυμοβολῶ, -έω (Μ)προσβάλλω κάποιον βίαια, επιτίθεμαι ορμητικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -βολώ (< -βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. ακτινο-βολώ, λιθο-βολώ].