ιερακάριος

Revision as of 09:51, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἱερακάριος, ὁ (ΑΜ)
ο γερακάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. < ιέραξ, -ακος + επίθημα -άριος, το οποίο έχει εισαχθεί από τη Λατινική (πρβλ. βερεδ-άριος, υποθηκ-άριος)].