θυριδωτός

Revision as of 09:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ή, όν, A having apertures, κιβωτός Demioprat. ap. Poll.10.137; καταπάλτης IG22.1487.89.

German (Pape)

[Seite 1227] mit Fenstern versehen, κιβωτός Poll. 10, 137.

Greek (Liddell-Scott)

θυριδωτός: -ή, -όν, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ θυριδόω) ἔχων θυρίδας, παράθυρα, Πολυδ. Ι΄, 137.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θυριδωτός, -ή, -όν)
αυτός που έχει θυρίδες, δηλ. παράθυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυρίς, -ίδος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αγκαθ-ωτός, θολ-ωτός)].