-α, -ο (ΑΜ θνησιμαῖος, -αία, -ον)νεκρός, ψόφιος («θνησιμαία κρέατα» — κρέατα από ζώα που έχουν ψοφήσει)νεοελλ.ετοιμοθάνατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσιμος + επίθημα -αίος (πρβλ. αυλ-αίος, θαλαμ-αίος)].