ικεταδόκος

Revision as of 09:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἱκεταδόκος, -ον (Α)
αυτός που δέχεται τους ικέτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης / ἱκέτᾱς + -δοκος (< δέχομαι), πρβλ. θεωρο-δόκος, ξενο-δόκος.