ἰθυδίκης, ὁ (Α)αυτός που κρίνει δίκαια, ορθά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -δικης (< δίκη), πρβλ. αγωνο-δίκης, ειρηνο-δίκης].