ινοπαγής

Revision as of 09:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-ές
αυτός που αποτελείται από ίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίνα + -παγής (< θ. παγ-, πρβλ. -πάγ-ην, του ρ. πήγνυμι), πρβλ. προσωπο-παγής, σιδηρο-παγής].