ἰσήγορος, -ον (Α)αυτός που έχει ίση ελευθερία λόγου, που έχει ίσα δικαιώματα λόγου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήγορος (< ἀγορά) —το η- λόγω της συνθέσεως—, πρβλ. κατ-ήγορος, συν-ήγορος].