ιππόνικος

Revision as of 10:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἱππόνικος, -ον (Α)
1. αυτός που νικά σε ιππικούς αγώνες ή σε αρματοδρομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -νικος (< νίκη), πρβλ. αξιό-νικος, χορό-νικος].