ἰοπλόκαμος, -ον (Α)αυτός που έχει σκούρες πλεξούδες, πλοκάμους με χρώμα ίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -πλόκαμος (< πλόκαμος), πρβλ. απαλο-πλόκαμος.