ισόγραμμος

Revision as of 10:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει ίσες γραμμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. λεπτό-γραμμος, μονό-γραμμος].