κάκιστος

Revision as of 10:08, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

κᾰκίων, A v. κακός. κακίω, v. κηκίω.

German (Pape)

[Seite 1298] superl. zu κακός, wie

French (Bailly abrégé)

Sp. de κακός.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κάκιστος, -η, -ον)
(υπερθ. του κακός) πάρα πολύ κακός.
επίρρ...
κακίστως (Μ)
πολύ κακά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + κατάλ. υπερθ. -ιστος (πρβλ. βέλτ-ιστος, κράτ-ιστος)].

Russian (Dvoretsky)

κάκιστος: superl. к κακος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάκιστος superl., zie κακός.