καλαμογραφία

Revision as of 10:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

Ep. κᾰλᾰμογραφίη, ἡ, A writing with a reed or pen, Man.4.72.

German (Pape)

[Seite 1307] ἡ, das Schreiben mit der Rohrfeder, Han. 4, 72.

Greek Monolingual

καλαμογραφία και καλαμογραφίη, ἡ (Α)
το γράψιμο που γινόταν με τον κάλαμο, με τη γραφίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -γραφία (< -γράφος), πρβλ. βιβλιο-γραφία, νομο-γραφία].