ὁ, A bad friend, Phld.Lib.p.24 O., Cat.Cod.Astr.8(4).146.
κακόφιλος: ὁ, κακὸς φίλος, Νικηφ. Βλεμμ. Γεωγραφ. Πονημάτ. σ. 11.
κακόφιλος, ὁ (AM)κακός φίλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -φιλος (< φίλος), πρβλ. καινό-φιλος, μυριό-φιλος].