ισόχορδος

Revision as of 10:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόχορδος, -ον)
αυτός που έχει ισάριθμες ή ισομήκεις χορδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. βαρύ-χορδος, ολιγό-χορδος].