καλοπρόσωπος

Revision as of 13:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A with fair face, Sch.D Il.1.310.

German (Pape)

[Seite 1313] mit schönem Antlitz, Schol. Il. 1, 310.

Greek (Liddell-Scott)

καλοπρόσωπος: -ον, ἔχων ὡραῖον πρόσωπον, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 310, Κωνστ. Μανασσ. Χρον. σ. 123.

Greek Monolingual

καλοπρόσωπος, -ον (AM)
αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ευειδής, όμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. ομοιο-πρόσωπος, πολυπρόσωπος.