κηδωλός

Revision as of 13:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων, Suid.

German (Pape)

[Seite 1430] sorgend, = κηδόμενος, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

κηδωλός: «ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων» Σουΐδ.

Greek Monolingual

κηδωλός (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήδω + κατάλ. -ωλός (πρβλ. αμαρτ-ωλός, φειδ-ωλός)].