κινδυνάρης

Revision as of 13:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

κινδυνάρης, ὁ (Μ)
ο ριψοκίνδυνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίνδυνος + κατάλ. -άρης (πρβλ. καμηλ-άρης, περιβολ-άρης)].