κιναρεών

Revision as of 13:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, A artichoke-bed, PFlor.50.72 (iii A.D.).

Greek Monolingual

κιναρεών, -ῶνος, ὁ (Α)
τόπος φυτεμένος με αγκινάρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κινάρα + επίθημα -εών (πρβλ. ανθ-εών, δαφν-εών)].