κολάπσους

Revision as of 13:38, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ιατρ.
παθοφυσιολογικός όρος που χρησιμοποιείται σήμερα στη βιβλιογραφία ως σχεδόν συνώνυμος του σοκ («α. καρδιοαγγειακό κολάπσους» β. «κυκλοφορικό κολάπσους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. collapsus < λατ. collapsus < collabor «καταπίπτω, καταρρέω»].