κολεόρριζα

Revision as of 13:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
βοτ. είδος περιβλήματος στα αγρωστώδη το οποίο καλύπτει και προστατεύει το ριζίδιο, δηλ. την πρώτη ρίζα που αναπτύσσεται από το σπέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coleorhiza < coleo- (< κολεόν) + -rhiza (< ρίζα)].