κομμιώδης

Revision as of 13:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ες, A = κομμιδώδης, Arist. HA628b27.

German (Pape)

[Seite 1478] ες, = κομμιδώδης, Arist. H. A. 9, 41.

Greek (Liddell-Scott)

κομμιώδης: -ες, = κομμιδώδης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 16.

Greek Monolingual

και κομμεώδης -ες (Α κομμιώδης, -ώδες)
1. αυτός που περιέχει κόμμι
2. αυτός που μοιάζει με κόμμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι + κατάλ. -ώδης (πρβλ. κολλ-ώδης, πηλ-ώδης)].

Russian (Dvoretsky)

κομμῐώδης: камедеобразный Arst.