κροκοδιλόβρωτος

Revision as of 14:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, = κροκοδιλόδηκτος (bitten by a crocodile), Aët. 13.6 tit.

Greek Monolingual

κροκοδιλόβρωτος, -ον (Α)
κροκοδιλόδηκτος·.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + βρωτός (< βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. θηρό-βρωτος, κεφαλό-βρωτος].