οβοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών της οικογένειας αγρωστώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cymbopogon < cymbo- (< λατ. cymba < κύμβη) + -pogon (< νεολατ. pogon < πώγων)].