κυματοβόλος

Revision as of 14:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, (βάλλω) A throwing up waves, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1530] Wellen werfend, schlagend.

Greek (Liddell-Scott)

κῡμᾰτοβόλος: -ον, (βάλλω) ἀναρρίπτων κύματα, Γλωσσ.

Greek Monolingual

κυματοβόλος, -ον (Α)
αυτός που ρίχνει κύματα, που ξεσπά κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος, σφαιρο-βόλος.