μηχάνωμα

Revision as of 15:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ατος, τό, A = μηχάνημα, Thphr.Ign.59, Sm.Le.8.7:—Dor. μᾱχάνωμα, crane, SIG241 A12 (pl.), al.

German (Pape)

[Seite 181] τό, = μηχάνημα, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

μηχάνωμα: τό, = μηχάνημα, Θεόφρ. π. Πυρὸς 59.

Greek Monolingual

μηχάνωμα και δωρ. τ. μαχάνωμα, τὸ (Α)
1. μηχάνημα
2. γερανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -ωμα (πρβλ. κεφάλ-ωμα), μέσω ενός αμάρτυρου ρ. μηχανόω].