μελίρροος

Revision as of 15:19, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, contr. μελίρρους, ουν, A flowing with honey, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

μελίρροος: -ον, συνῃρ. -ρους, ουν, ῥέων μέλι, Γλωσ.

Greek Monolingual

μελίρροος, -οον και -ους, -ουν (Α), αυτός που στάζει μέλι, μελίρρυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥόος (< ρέω), πρβλ. αιμό-ρροος, βαθύ-ρροος].