μονόπτωτος

Revision as of 15:22, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A with but one case, A.D.Synt.29.1, Porph.in Cat. 62.4.

German (Pape)

[Seite 204] mit einem Falle od. Casus, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

μονόπτωτος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον πτῶσιν, Χοιροβοσκ. 1. 370.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόπτωτος, -ον)
γραμμ. αυτός που έχει μία μόνο πτώση
νεοελλ.
(για ρήματα)
αυτός που συντάσσεται με μία μόνο πτώση, που δέχεται ένα μόνο αντικείμενο («το ρήμα τρώω είναι μονόπτωτο, ενώ το ρήμα λέω είναι δίπτωτο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + πτωτός από θ. πτω- (πρβλ. πτώσις) του πί-πτω (πρβλ. ά-πτωτος, πολύ-πτωτος)].

Russian (Dvoretsky)

μονόπτωτος: грам. однопадежный.