ο, Ν1. αυτός που επιζητεί μόνον ό,τι είναι χρήσιμο στον εαυτό του2. ο οπαδός της θεωρίας της χρησιμοθηρίας, ωφελιμιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήσιμος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο-θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Σ. Α. Κουμανούδη].