ωκύπομπος

Revision as of 15:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που μεταφέρει κάτι με ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πομπός (< πέμπω), πρβλ. ταχύ-πομπος].