-ον, Α(ποιητ. τ.)1. αυτός που πεθαίνει πρόωρα2. (για άνθος) αυτός που μαραίνεται γρήγορα3. ενεργ. αυτός που επιφέρει γρήγορο ή πρόωρο θάνατο («φαρμάκων δυνάμεις ὠκύμοροι», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + μόρος (πρβλ. ταχύ-μορος)].