ωροθέτης

Revision as of 15:49, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
ο κυβερνήτης τών χρόνων και καιρών
αρχ.
ωροσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. ταξι-θέτης.