-ον, Αωφέλιμος, χρήσιμος («λόγον... ἡδύν, ὠφελήσιμον», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠφελῶ + κατάλ. -ήσιμος (πρβλ. βοηθ-ήσιμος)].