ἡλιαυγής
English (LSJ)
ές, (αὐγή) A gleaming like the sun, EM425.24.
German (Pape)
[Seite 1160] ές, wie die Sonne glänzend, χρυσίον, E. M. 425, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιαυγής: -ές, (αὐγὴ) λάμπων ὡς ὁ ἥλιος, χρυσὸς Ἐτυμ. Μ. 425. 24.
Greek Monolingual
ἡλιαυγής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει όπως ο ήλιος («χρυσίον ἡλιαυγές», Ε.Μ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο)- + -αυγής (< αυγή ή αμάρτυρο αύγος), πρβλ. δι-αυγής, τηλ-αυγής].