ἰσήμερος

Revision as of 16:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον,= A aequidialis, ib. ἰσήμορτεν· ἀπέθανεν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1263] gleich an Tagen, gleich lange dauernd. – Bei Theophr. zur Zeit der Tag- u. Nachtgleiche (?).

Greek Monolingual

ἰσήμερος, -ον (Α)
αυτός που διαρκεί ίσο χρόνο, αυτός που έχει τις ίδιες ημέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήμερος (< ἡμερα), πρβλ. εφ-ήμερος, καλ-ήμερος].