ἡπατίας

Revision as of 16:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, ὁ, A = ἡπατικός 1, λοβοί Poll.2.215.

German (Pape)

[Seite 1173] zur Leber gehörig, λοβοί Poll. 2, 215.

Greek (Liddell-Scott)

ἡπᾰτίας: -ου, ὁ, = ἡπατικός, Πολυδ. Β΄, 215.

Greek Monolingual

ἡπατίας, o (Α)
ηπατικός («ἡπατίαι λοβοί», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -ατος + κατάλ. -ίας (πρβλ. ασθματ-ίας, ιζηματ-ίας)].