τό, Dim. of ἵππος, Theognost.Can.125.
ἱππάσιον: τό, = ἱππασία, Βυζ.
ἱππάσιον, το (Μ)υποκορ. του ίππος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. -άσιον (πρβλ. κορ-άσιον, λοιβ-άσιον)].