ἱπποκάμπιον

Revision as of 16:16, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

τό, Dim. of ἱππόκαμπος, Epich.115. II a kind of ear-ring, Poll.5.97.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποκάμπιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἱππόκαμπος, Ἐπίχ. 16 Ahr. ΙΙ. εἶδος ἐνωτίων, Κωμ. παρὰ Πολυδ. Ε΄, 97.

Greek Monolingual

ἱπποκάμπιον, τὸ (Α)
1. υποκορ. του ιππόκαμπος
2. είδος σκουλαρικιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππόκαμπος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. ιμάντ-ιον, κεράσ-ιον)].