Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
θειόχρους
Revision as of 17:50, 23 August 2021 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
-ουν και -οος, -οο (Α θειόχρους, -ουν, και -οος, -οον) αυτός που έχει το χρώμα του θείου, του θειαφιού. [ΕΤΥΜΟΛ.<θείο (ΙΙ) + -χρους (<χρως «χρώμα»), πρβλ. άχρους, μελανόχρους].