κεφαλοειδής

Revision as of 18:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

English (LSJ)

ές, A shaped like a head, ὀρίγανος Hp.Int.6; λοβός Dsc.2.110; παρεξοχή Apollod.Poliorc.220.20; κορμός Oenom. ap. Eus.PE5.36.

German (Pape)

[Seite 1428] ές, kopfförmig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλοειδής: -ές, ἔχων τὸ σχῆμα κεφαλῆς, ὀρίγανον Ἱππ. 534. 41· κορμὸς Οἰνόμ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 234Β.

Greek Monolingual

-ές (Α κεφαλοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα κεφαλιού, αυτός που μοιάζει με κεφάλι («λοβὸς κεφαλοειδής», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -ειδής (< είδος), πρβλ. καρφοειδής, τραπεζοειδής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεφαλοειδής -ές [κεφαλή, εἶδος] in de vorm van een hoofd.