ἱπποκάμπιον

Revision as of 19:14, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

English (LSJ)

τό, Dim. of ἱππόκαμπος, Epich.115. II a kind of ear-ring, Poll.5.97.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποκάμπιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἱππόκαμπος, Ἐπίχ. 16 Ahr. ΙΙ. εἶδος ἐνωτίων, Κωμ. παρὰ Πολυδ. Ε΄, 97.

Greek Monolingual

ἱπποκάμπιον, τὸ (Α)
1. υποκορ. του ιππόκαμπος
2. είδος σκουλαρικιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππόκαμπος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. ιμάντιον, κεράσιον)].