καλωβατώ
Greek Monolingual
καλωβατῶ, -έω (Α)
βαδίζω πάνω σε σχοινί, σχοινοβατώ, είμαι σχοινοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, ὁ «χοντρό σχοινί» + -βατῶ (< -βάτης ή -βατος < βαίνω), πρβλ. αεροβατώ, ουρανοβατώ].
καλωβατῶ, -έω (Α)
βαδίζω πάνω σε σχοινί, σχοινοβατώ, είμαι σχοινοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, ὁ «χοντρό σχοινί» + -βατῶ (< -βάτης ή -βατος < βαίνω), πρβλ. αεροβατώ, ουρανοβατώ].