καρποφύλαξ
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, A watcher of fruit, AP6.22 (Zonas).
German (Pape)
[Seite 1329] ακος, ὁ, Fruchtwächter, Zon. 3 (VI, 22).
Greek (Liddell-Scott)
καρποφύλαξ: ῠ, -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων τοὺς καρπούς, Ἀνθ. Π. 6. 22.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
qui garde les fruits, qui veille sur les fruits.
Étymologie: καρπός, φύλαξ.
Greek Monolingual
καρποφύλαξ, -κος, ὁ (Α)
ο φύλακας τών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -φύλαξ (< φύλάξ < φυλάσσω), πρβλ. αρχειοφύλαξ, θησαυροφύλαξ.
Greek Monotonic
καρποφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, αυτός που προσέχει, φυλάει τους καρπούς, σε Ανθ.