καλαμογραφία
English (LSJ)
Ep. κᾰλᾰμογραφίη, ἡ, A writing with a reed or pen, Man.4.72.
German (Pape)
[Seite 1307] ἡ, das Schreiben mit der Rohrfeder, Han. 4, 72.
Greek Monolingual
καλαμογραφία και καλαμογραφίη, ἡ (Α)
το γράψιμο που γινόταν με τον κάλαμο, με τη γραφίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -γραφία (< -γράφος), πρβλ. βιβλιογραφία, νομογραφία].