κυρτοβόλος
English (LSJ)
ὁ, (κύρτος) A fisherman, -βόλων συνεργασία, Μους. Σμυρν.1873/5.65 (Smyrna).
Greek Monolingual
κυρτοβόλος, ὁ (Α)
ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δικτυβόλος, δισκοβόλος. Η παροξυτονία δίνει στη λ. ενεργητική σημ.].